The Industrial Disputes Court issued a judgment in favour of our clients, formally recognizing that «increments» and «automatic cost of living allowance» constitute «variable remuneration» for the purposes of the 2013 Decree (No. 346/2013).
As a result, the Court confirmed that the 2013 Decree authorized the abolishment of these benefits and dismissed the Claimants’ claims for the restoration of their wages.
Article available in Greek:
ΑΠΟΦΑΣΗ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΣΤΙΣ ΑΙΤΗΣΕΙΣ 410/2015 κ.α. ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΟΡΟΥ «ΜΕΤΑΒΛΗΤΕΣ ΑΠΟΔΟΧΕΣ»
Το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών με απόφαση του ημερομηνίας 27/06/2023, απέρριψε τις συνεκδικαζόμενες Αιτήσεις των Αιτητών – μελών της Ένωσης Τραπεζικών Υπαλλήλων Κύπρου (στο εξής η «ΕΤΥΚ») και πρώην εργαζομένων στην Συνεργατική Κεντρική Τράπεζα (στο εξής «ΣΚΤ») – κρίνοντας ότι δεν εδικαιούντο στις αιτούμενες αξιώσεις.
Οι Αιτητές, οι οποίοι ανήκαν στο προσωπικό της ΣΚΤ, αιτούνταν διάταγμα Δικαστηρίου με το οποίο να διατάζεται η Καθ’ ης η Αίτηση (Κυπριακή Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ, στο εξής «ΚΕΔΙΠΕΣ») να εφαρμόσει την Συλλογική Σύμβαση και/ή τους όρους της εν ισχύ σύμβασης εργοδότησης τους, επαναφέροντας τις απολαβές τους στο ύψος που θα έπρεπε να ήταν κατά την 01/01/2014. Συγκεκριμένα, ανάμεσα στους ισχυρισμούς των Αιτητών συμπεριλαμβανόταν το ότι, βάσει των όρων εργοδότησης τους, δικαιούντο σε ετήσια προσαύξηση από την 01/04/2014 καθώς και σε Αυτόματη Τιμαριθμική Αναπροσαρμογή (στο εξής «ΑΤΑ»).
Ως εκ των ανωτέρω, ζητούσαν με τις αιτήσεις τους δήλωση του Δικαστηρίου ότι η μη καταβολή των προσαυξήσεων και της ΑΤΑ, αλλά και οι αποκοπές από τους μισθούς τους από τον μήνα Ιανουάριο του 2014, είναι παράνομες.
Όσον αφορά το υπόβαθρο των εν λόγω αιτήσεων, αξίζει να αναφερθεί ότι στα πλαίσια της ανακεφαλαιοποίησης του Συνεργατικού Πιστωτικού Τομέα (στο εξής «ΣΠΤ») κατά το 2013, παραχωρήθηκε κρατική στήριξη προς τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, σύμφωνα με το θεσμικό πλαίσιο Κρατικών Ενισχύσεων της Ευρωπαïκής Ένωσης. Σημαντική προϋπόθεση έγκρισης της ανακεφαλαιοποίησης του ΣΠΤ αποτελούσε η επιβολή μειώσεων στους μισθούς και τα ωφελήματα των υπαλλήλων του πρώην ΣΠΤ, σε μία προσπάθεια μείωσης του κόστους λειτουργίας του.
Άμεσα συνδεδεμένα με την παρούσα περίπτωση υπήρξαν τα Διατάγματα που δημοσιεύτηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας κατά τις 04/10/2013 και 29/01/2014 (Κ.Δ.Π. 346/2013 και Κ.Δ.Π. 29/2014, αντίστοιχα), τα οποία εκδόθηκαν δυνάμει της εξουσιοδότησης που δόθηκε στον Υπουργό Οικονομικών με βάση τα άρθρα 4(1)(α)(iii), 5, 6, 7(2), 8, 9, 14 και 15 των περί Αναδιάρθρωσης Χρηματοοικονομικών Οργανισμών Νόμων του 2011 έως (Αρ.3) του 2013.
Όπως προέκυψε και μέσω της μαρτυρίας που προσκόμισε η Καθ’ ης Αίτηση, μέσω των πιο πάνω διαταγμάτων, η πρόθεση του Υπουργείου Οικονομικών ήταν να εφαρμοστούν ενιαία, ομοιόμορφα και χωρίς διακρίσεις στο προσωπικό της ΣΚΤ οι μισθολογικές μειώσεις που είχαν ήδη συμφωνηθεί με τις υπόλοιπες Συντεχνίες.
Στην προκειμένη περίπτωση, αποτέλεσε βασική διαφορά μεταξύ των μερών η έννοια της πρόνοιας της Κ.Δ.Π. 346/2013, «Οι πάσης φύσης μεταβλητές αποδοχές του προσωπικού της ΣΚΤ και των ΣΠΙ καταργούνται». Το Δικαστήριο κλήθηκε επί της ουσίας να αποφασίσει κατά πόσο η πρόνοια αυτή περιλάμβανε την κατάργηση καταβολής προσαυξήσεων και ΑΤΑ.
Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο μελέτησε εκτενώς το επίδικο θέμα, το οποίο αφορούσε την ερμηνεία των όρων «μεταβλητές αποδοχές» και «μη μεταβλητές, σταθερές αποδοχές». Ήταν η θέση των Αιτητών ότι οι προσαυξήσεις και η ΑΤΑ εμπίπτουν μέσα στην ερμηνεία του όρου «μη μεταβλητές αποδοχές» και επομένως, δεν επηρεάζονταν από τα πιο πάνω Διατάγματα. Αντιθέτως, η θέση της Καθ’ ης η Αίτηση ήταν πως οι προσαυξήσεις και η ΑΤΑ αποτελούν μεταβλητές αποδοχές, αφού δίνονται κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις και κριτήρια, γεγονός που καθιστά την κατάργηση πληρωμής τους νόμιμη σύμφωνα με τις πρόνοιες της Κ.Δ.Π. 346/2013.
Πιο κάτω παραθέτουμε συνοπτικά το σκεπτικό του Δικαστηρίου, με βάση το οποίο το Δικαστήριο κατέληξε ότι οι Αιτητές δεν δικαιούντο στις αιτούμενες αξιώσεις, απορρίπτοντας τις Αιτήσεις τους με έξοδα υπέρ της ΚΕΔΙΠΕΣ.
Το Δικαστήριο, με εκτενή παραπομπή στη νομολογία καθώς και σε Ευρωπαϊκές Οδηγίες, διαχώρισε τις «σταθερές/μη μεταβλητές απολαβές» από τις «μεταβλητές απολαβές». Ειδικότερα, το Δικαστήριο, σημείωσε ότι σταθερές και μη μεταβλητές αποδοχές είναι οι απολαβές που παραχωρούνται αυτόματα, χωρίς να υπάρχει διακριτική ευχέρεια για τη μη καταβολή τους και χωρίς να υφίστανται οποιαδήποτε κριτήρια, όπως, για παράδειγμα, η ικανοποίηση καθορισμένων στόχων ή κριτηρίων απόδοσης.
Από την άλλη, μεταβλητές αποδοχές, όπως σημείωσε το Δικαστήριο, είναι οι αποδοχές των οποίων η καταβολή εξαρτάται από την ικανοποίηση κριτηρίων απόδοσης, και οι οποίες δύνανται να μεταβληθούν συνεπεία επιτευγμάτων, εκπλήρωσης στόχων ή ικανοποίησης συγκεκριμένων προϋποθέσεων.
Ως αποτέλεσμα εμπεριστατωμένης ανάλυσης, το Δικαστήριο κατέληξε ότι οι προσαυξήσεις συνιστούν μεταβλητές αποδοχές εφόσον για την καταβολή τους υφίστανται προϋποθέσεις και κριτήρια απόδοσης που αφορούν στον συγκεκριμένο, κάθε φορά, υπάλληλο. Το Δικαστήριο διατήρησε την ίδια θέση όσον αφορά και την ΑΤΑ, η καταβολή της οποίας βασίζεται στην απόδοση και την πορεία του τιμαριθμικού δείκτη, όπως αυτός διαφοροποιείται και καθορίζεται κατά καιρούς από το Υπουργείο Οικονομικών. Καθοδηγητικής σημασίας υπήρξε επίσης η Γενική Συμφωνία ΕΤΥΚ που κατατέθηκε ως Τεκμήριο στην παρούσα υπόθεση, και στην οποία εμπεριέχετο λεπτομερής ερμηνεία των προνοιών των Συλλογικών Συμβάσεων με την ΕΤΥΚ, όπως αυτές διαμορφώνονταν κατά καιρούς μέσω διαβουλεύσεων με την τραπεζική εργοδοτική πλευρά. Στα πλαίσια της εν λόγω Συμφωνίας, γινόταν αναφορά στις προσαυξήσεις και στην ΑΤΑ ως μεταβλητές αποδοχές, προς υποστήριξη των ισχυρισμών της Καθ’ ης η Αίτηση.
Ως εκ των πιο πάνω, το Δικαστήριο κατέληξε ότι το λεκτικό της σχετικής διάταξης της Κ.Δ.Π. 346/13 είναι σαφές και ως εκ τούτου οφείλει να ερμηνευθεί σύμφωνα με τη φυσική και συνήθη έννοια του. Συνεπώς, κρίθηκε ότι ο όρος «μεταβλητές αποδοχές» περιλαμβάνει τόσο τις προσαυξήσεις όσο και την ΑΤΑ, οι οποίες ουσιαστικά καταργήθηκαν μέσω του εξεταζόμενου Διατάγματος.
Ελιάδα Γεωργιάδης